συμμετανοέω-οῶ

συμμεταπίπτω

συμμεταποιέω-ῶ
συμ·μεταπίπτω,
1 déchoir ou dégénérer avec, dat. Eschn. 64, 22 ||
2 tomber d’accord avec, Anth. 9, 584.