συμμετασχηματίζω

συμμετατίθημι

συμμεταφέρω
συμ·μετατίθημι, transporter en même temps, Chrys. ||
Moy.
1 m. sign. Pol. 18, 13, 7 ||
2 se modifier ou changer ensemble, Pol. 9, 23, 4.