συμμετέρχομαι

συμμετέχω

συμμετεωρίζω
συμ·μετέχω (f. συμμετασχήσω) avoir ou prendre part : τινός, Xén. An. 7, 8, 17 ; Arstt. Pol. 7, 10, 12, etc. à qqe ch. ; τινί τινος, Eur. Bacch. 63 ; Plut. Pyrrh. 4, etc. avec qqn à qqe ch. ; abs. Plat. Theæt. 181c.