Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρητής
συμμέτρησις,
anc. att.
ξυμμέτρησις,
εως
(
ἡ
)
action de mesurer par comparaison,
Epic.
(
DL.
10, 130
) ;
Thc.
3, 20
.
Étym.
συμμετρέω
.