συμμοναρχέω-ῶ

συμμονή

συμμονόομαι-οῦμαι
συμμονή, ῆς ()
1 séjour en commun, Chrysipp. (Plut. M. 1054f) ; Sext. M. 9, 72, etc. ||
2 vie commune, Muson. (Stob. Fl. 69, 23).
Étym. συμμένω.