συμμορφίζω

σύμμορφος

συμμορφόω-ῶ
σύμ·μορφος, ος, ον, de même forme que, conforme à, dat. Nic. Th. 321 ; NT. Phil. 3, 21 ; gén. NT. Rom. 8, 29 ; abs. Luc. Am. 39.
Étym. σ. μορφή.