συμμήστωρ

συμμητιάομαι-ῶμαι

συμμηχανάομαι-ῶμαι
συμ·μητιάομαι-ῶμαι (seul. inf. prés. épq. συμμητιάασθαι) délibérer ensemble, Il. 10, 197.