συμπαλαμάομαι-ῶμαι

συμπανηγυρίζω

συμπανουργέω-ῶ
συμ·πανηγυρίζω [ᾰῠ] célébrer une fête ou des jeux avec, dat. DH. 4, 25 ; Plut. Demetr. 25 ; Hdn 4, 9 ; abs. DH. Rhet. 2, 5.