συμπαραγγέλλω

συμπαραγίγνομαι

συμπαράγω
συμ·παραγίγνομαι :
1 se présenter ou apparaître en même temps, Hdt. 4, 199 ||
2 se tenir auprès de, dat. Dém. 1369, 17 ; d’où assister, dat. Thc. 2, 82 ; 6, 92.