συμπαραθέω

συμπαραινέω

συμπαραιτέομαι-οῦμαι
συμ·παραινέω, anc. att. ξυμ·παραινέω-ῶ :
1 conseiller en même temps, Soph. fr. 14 ; Ar. Ran. 687 ||
2 approuver en même temps, Ar. Av. 852.