συμπαραλαμϐάνω

συμπαραληπτέος

συμπαραληπτικός
συμπαραληπτέος, α, ον, vb. du préc. Arstt. M. mor. 2, 11, 1 ; au neutre, Arstt. Rhet. Al. 37, 4 ; Ptol. Tetr. p. 79, 2.