συμπαρανομέω-ῶ

συμπαραπέμπω

συμπαραπήγνυμι
συμ·παραπέμπω, amener ou accompagner ensemble, Eschn. 50, 34 ; Plut. Alex. 67 ; τὴν ὄψιν σ. τινί, Plut. Ages. 23, suivre qqn du regard.