Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμπαρεισφθείρομαι
συμπαρέκτασις
συμπαρεκτείνω
συμπαρέκτασις,
εως
(
ἡ
)
[
τᾰ
] rapprochement, comparaison,
Naz.
Étym.
συμπαρεκτείνω
.