συμπαρολισθαίνω

συμπαρομαρτέω-ῶ

συμπαροξύνω
συμ·παρομαρτέω-ῶ, accompagner ou escorter ensemble, dat. Xén. Cyr. 1, 6, 24 ; fig. Xén. Cyr. 8, 7, 7, etc.