Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμπάθησις
συμπαθία
συμπαθῶς
*συμπαθία,
ion.
συμπαθίη,
ης
(
ἡ
)
[
ᾰ
]
c. le préc.
A. Pl.
143 ;
Arét.
p. 7, 16 ;
22, 16
.
Étym.
συμπαθής
.