σύμπειρος

συμπείρω

συμπελτάζομαι
συμ·πείρω (ao. 2 pass. συνεπάρην, pf. συμπέπαρμαι) percer entièrement, transpercer, Opp. H. 4, 230 ; Plut. Cam. 41 ; Q. Sm. 1, 612.