συμπεραίνω

συμπεραιόω-ῶ

συμπεραίωσις
συμ·περαιόω-ῶ, achever ou conclure ensemble, D. Phal. § 2 ; Stob. Fl. 108, 74 ; d’où au pass. se terminer ou aboutir ensemble, Phil. 2, 374 ; εἴς τι, Clém. Str. 2, 9, 45, à qqe ch.