συμπεραντικῶς

συμπέρασμα

συμπερασματικῶς
συμπέρασμα, ατος (τὸ)
1 accomplissement, terminaison, Ocell. 1, 3 ; Jul. Ep. p. 123, 16 ||
2 conclusion d’un syllogisme, Arstt. Top. 8, 1 ; An. pr. 1, 8, 3, etc. ; Plut. Lys. 25, M. 969c, etc.
Étym. συμπεραίνω.