συμπεριειλέω-ῶ

συμπερίειμι

συμπεριέλκω
συμ·περίειμι (impf. -περιῄειν) entourer, dat. Xén. Cyn. 10, 4 ; DL. 6, 97 ; acc. En. tact. Pol. 38.