συμπερινοέω-οῶ

συμπερινοστέω-ῶ

συμπεριοδεύω
συμ·περινοστέω-ῶ, faire un circuit avec, tourner avec, dat. Jos. A.J. 3, 6, 1 ; Luc. Tox. 56, etc. ; fig. Paus. 5, 14, 10.