συμφανερόω-ῶ

συμφανής

συμφαντάζομαι
συμφανής, ής, ές [] visible de toutes parts, d’où manifeste, évident, Arstt. Probl. 19, 43, etc. ; Pol. 2, 25, 5, etc. ||
Cp. -έστερος, Th. C.P. 3, 18, 2.
Étym. συμφαίνομαι.