συμφέρον

συμφερόντως

συμφερτός
συμφερόντως, adv. avantageusement, Xén. Mem. 1, 2, 50 ; 2, 6, 23 ; Plat. Leg. 662a ; Isocr. 19e, etc.
Étym. συμφέρω.