συμφιλονεικέω-ῶ

συμφιλοσοφέω-ῶ

συμφιλοτιμέομαι-οῦμαι
συμ·φιλοσοφέω-ῶ [] s’occuper ensemble de philosophie, Arstt. Nic. 9, 12, 2 ; Plut. Cic. 24 ; Luc. D. deor. 18, 2, etc. ; σ. τινί τι, Str. 757, étudier qqe ch. avec qqn.