συμφροσύνη

σύμφρουρος

συμφρύγω
σύμ·φρουρος, ion. et anc. att. ξύμ·φρουρος, ος, ον, qui veille avec, compagnon ou témoin de, dat. Soph. Ph. 1453.
Étym. σ. φρουρός.