σύμφημι

σύμφθαρσις

συμφθέγγομαι
σύμφθαρσις, εως () dégradation et, par suite, fusion des couleurs, Jambl. (Nicom. Arithm. 44) ; Rhét. (W. 2, 1042).
Étym. συμφθείρω.