συμφθείρω

συμφθίνω

σύμφθογγος
συμ·φθίνω [] se consumer avec, dépérir avec, dat. Arstt. G.A. 2, 6, 49 ; El. N.A. 12, 13 ||
E Ao. 2 pass. συνέφθιτο [] Anth. 8, 135.