συμφυγαδεύω

συμφυγάς

συμφυή
συμ·φυγάς, άδος (ὁ, ἡ)[ῠᾰδ] compagnon ou compagne d’exil, Eur. Bacch. 1382 ; Thc. 6, 88 ; Xén. Hell. 1, 2, 13.