Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπιλόω-ῶ
*συμπιλητικός,
dor.
συμπιλατικός,
ή, όν
[
ῑᾱ
] propre à resserrer en foulant,
T. Locr.
100
e
.
Étym.
συμπιλέω
.