σύμπλεγμα

συμπλείονες-ους

συμπλεκής
συμ·πλείονες-ους, ονες-ους, ονα-ω, plusieurs ensemble, Arstt. Pol. 3, 15, 16 ; Arstd. t. 1, 525.
Étym. σ. πλείων.