συμπλέκτειρα

συμπλεκτικός

συμπλεκτικῶς
συμπλεκτικός, ή, όν, propre à entrelacer, Plat. Pol. 282d ; d’où t. de gr. copulatif, DL. 7, 72.
Étym. συμπλέκω.