συναγώνισμα

συναγωνιστής

συνάδελφος
συναγωνιστής, οῦ () [] qui lutte avec, auxiliaire, défenseur, Plat. 1 Alc. 119d ; Isocr. 70b ; Dém. 239, 21, etc. ; τινος, Eschn. 52, 37, etc. ; Dém. 239, 21, auxiliaire de qqn pour qqe ch.
Étym. συναγωνίζομαι.