Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συναιχμαλωτίς
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι-οῦμαι
συναιχμάλωτος,
ος, ον
[
ᾰ
] compagnon de captivité,
Luc.
As.
27 ;
NT.
Rom.
16, 7
.