συναισθάνομαι

συναίσθησις

συναισθητικός
συναίσθησις, εως () action de percevoir une chose en même temps qu’une autre, sensation ou perception simultanée, Arstt. Eud. 7, 12, 18 ; Plut. M. 75a, 76b ; Arét. p. 22, 26 ; 52, 10, etc.
Étym. συναισθάνομαι.