Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συναιωρέομαι-οῦμαι
συναιώρησις
συνακαταληπτέω-ῶ
συναιώρησις,
εως
(
ἡ
)
suspension commune,
Plat.
Tim.
80
d
.
Étym.
συναιωρέομαι
.