συνακτός

συναλαλάζω

συναλάομαι-ῶμαι
συν·αλαλάζω [ᾰλᾰ]
1 intr. pousser une clameur, Pol. 1, 34, 2 ||
2 tr. acclamer, acc. Eur. H.f. 11.