Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συνάλειμμα
συναλειπτικόν
συναλειπτικῶς
συναλειπτικόν,
οῦ
(
τὸ
) [
ᾰ
]
c.
συναλοιφή,
Eust.
Il.
25, 33
.