συναλλαγματικῶς

συναλλακτής

συναλλακτικός
συναλλακτής, οῦ () contractant, médiateur, négociateur, Bas. 3, 196 Migne ; ou συναλλάκτης, Bas. 3, 260 Migne.
Étym. συναλλάσσω.