συναμιλλάομαι-ῶμαι

σύναμμα

συναμπέχω
σύναμμα, ατος (τὸ)
1 nœud, Plut. Alex. 18 ||
2 faisceau d’objets rattachés par un même lien, Arstt. P.A. 4, 10, 26, etc.
Étym. συνάπτω.