συνανάκειμαι

συνανακεράννυμι

συνανακεφαλαιόω-ῶ
συν·ανακεράννυμι,
1 mélanger avec, dat. Luc. Gall. 26 ; fig. Plut. Them. 29 ||
2 contracter par synizèse, Eust. 11, 32 ||
Moy. mélanger avec, Phil. 2, 315.