συνανακοινολογέομαι-οῦμαι

συνανακομίζω

συνανακόπτω
συν·ανακομίζω (fut. moy. inf. συνανακομιεῖσθαι) restaurer ou rétablir avec, aider à rétablir, Pol. 4, 25, 8.