συναναλάμπω

συναναλίσκω

συνανάλογος
συν·αναλίσκω [ᾰᾱ]
1 dépenser ensemble, Dém. 1220, 2 ; Arstt. Nic. 8, 3, 8 ; fig. Dém. 12, 12 ||
2 assister qqn de son argent, Xén. Mem. 2, 4, 6.