συναναπαύομαι

συναναπείθω

συναναπέμπω
συν·αναπείθω, persuader en même temps : τινά, Plut. Popl. 21, qqn ; τινὰ ποιεῖν τι, Thc. 6, 88 ; Isocr. 50a, de faire qqe ch.