συναναστρέφω

συναναστροφή

συνανασῴζω
συναναστροφή, ῆς ()
1 retour simultané ou avec qqn, Hiérocl. p. 58, 18 Arnim ||
2 relations, commerce, fréquentation, DS. 3, 18 ; 4, 4 ; Arr. Epict. 1, 9, 5, etc.
Étym. συναναστρέφω.