συνανατήκω

συνανατίθημι

συνανατολή
συν·ανατίθημι [τῐ]
1 imposer en même temps, Porph. V. Pyth. p. 42 ; Jambl. V. Pyth. 18, 87 ||
2 dédier en même temps, Luc. Phal. 2, 7.