συναναχωρέω-ῶ

συνανδάνω

συνανδραγαθέω-ῶ
συν·ανδάνω (ao. 2 συνεύαδον, p. *συνέϝαδον []) convenir en même temps, Ps.-Phocyl. 191 ; A. Rh. 3, 30.