συναποφέρω

συναποφθίνω

συναποφύομαι
συν·αποφθίνω (ao. 1 συναπέφθισα []) tuer également, Opp. H. 5, 576 ; au pass. (ao. 2, 3 sg. συναπέφθιτο) périr en même temps, Opp. H. 5, 587.