συναποστάτης

συναποστέλλω

συναποστενόω-ῶ
συν·αποστέλλω, envoyer ensemble ou en même temps, Thc. 6, 88 ; Xén. Cyr. 3, 3, 4 ; 5, 2, 37 ; Is. 59, 9, etc.