συναποστενόω-ῶ

συναποστερέω-ῶ

συναποτείνω
συν·αποστερέω-ῶ, spolier : χρήματα, Plat. Leg. 948c, une fortune ; τινα τῶν ὄντων, Dém. 864, 16 ; 872, 22, qqn de sa fortune.