συνασχημονέω-ῶ

συνασχολέομαι-οῦμαι

συνασώματος
συν·ασχολέομαι-οῦμαι, s’occuper avec : τινι περί τι, Plut. Phil. 4, M. 95 d, e, avec qqn de qqe ch.