συνάθροισις

συναθροισμός

συναθύρω
συναθροισμός, οῦ ()
1 rassemblement, union, Plut. M. 884d ; Babr. 28 ; Sext. P. 3, 47 ||
2 t. de rhét. accumulation, Rhét. (W. 8, 439) ; Quint. 8, 4, 27.
Étym. συναθροίζω.